κακόδουλος

κακόδουλος
κακόδουλος, ὁ (Α)
1. αυτός που συμπεριφερόταν άσχημα στους δούλους του
2. ο κακός δούλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)-* + -δουλος (< δοῦλος), πρβλ. ιερό-δουλος, παλαιό-δουλος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • κακόδουλος — ill treating one s slaves masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κακόδουλοι — κακόδουλος ill treating one s slaves masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κακόδουλον — κακόδουλος ill treating one s slaves masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κακοδουλία — κακοδουλία, ἡ (Α) [κακόδουλος] η κακία τών δούλων …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”